μέσακλον

μέσακλον
μέσακλον
Grammatical information: n.
Meaning: `weaver's beam' (LXX 1 Ki. 17, 7)
Other forms: vv. ll. -κνον, -άντιον), -κμον (Η.), -κνον (Suid.); μέσακμον κανὼν τοῦ ἱστοῦ, οἱ δε ἁντίον, οἱ δε τὸ μεσάκτων η μεσάκρων H.; μεσάτμῳ τῳ̃ κανόνι, τῳ̃ μέσῳ καλάμῳ τοῦ ἱστοῦ (Suid.) [-αντίον may be a misreading for -ακνον.] -τμ- may be an auditive variant of -τμ-, -κν- a variant of -κμ-; further -κρ- a variant of -κτ-?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained; cf. Blümner Technologie 1, 149 n. 6. Almost certainly a technical loanword from Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,213

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέσακλον — μέσακλον, τὸ (Α) το αντί τού αργαλειού («ὁ κοντὸς τοῡ δόρατος αὐτοῡ ὡσεὶ μέσακλον ὑφαινόντων», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο, πιθ. δάνειο άγνωστης προέλευσης. Η σύνδεση τού τ. με το επίθ. μέσος οφείλεται σε παρετυμολογία. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • μέσακλον — weaver s beam neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέσακμον — μέσακμον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μέσακλον* …   Dictionary of Greek

  • μέσατμον — μέσατμον, τὸ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) μέσακλον* …   Dictionary of Greek

  • μεσάντιον — μεσάντιον, τὸ (Α) μέσακλον.* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”